σχολάριοι

σχολάριοι
σχολάριος
one of the Imperial guards
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αμιτζανταράφται/-ες — Πολιτικό κόμμα στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, αντίπαλο του κόμματος των Σχολαρίων. Έδρασε ιδιαίτερα στο διάστημα της βασιλείας της Ειρήνης της Παλαιολογίνας (1340 41), την οποία υποστήριξε για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Tagma (military) — The tagma ( el. τάγμα, pl. tagmata ) is a term for a military unit of battalion size. The best known use of the term however refers to the elite regiments comprising the central imperial army of the middle and late Byzantine Empire. History and… …   Wikipedia

  • OSTENSIONALES Milites — apud Lamprid. in Alexandro, c. 33. dicti videntur, qui ostentui modo, non bellicoe rei causâ habebantur. Pompabiliter ornati, Trebellio d. l. φαντασιώδεις Graecis: Σχολάριοι Agathiae Histor. l. 5. Prospicui cultu atque formâ Senecae Ep. 110. etc …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σκουλαρίκι — Γυναικείο κόσμημα που φοριέται στο αυτί. Τα πρώτα σ. χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού και, όπως και άλλα ατομικά κοσμήματα, είχαν ίσως μαγικό χαρακτήρα. Στους αρχαίους λαούς φορούσαν σ. και οι άντρες και οι γυναίκες. Ενώ αρχικά είχαν μορφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”